ἱστιορράφος
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, (ῥάπτω)
A sailpatcher, CIG9175, Poll.7.160.
2 metaph., tricky, cheating fellow, Ar.Th.935:—also ἱστιαρράφος, Gramm.in Reitzenstein Ind.Lect. Rost.1892/3p.4.
German (Pape)
Segel schneidernd, Ar. Thesm. 935, komisch von einem Weber, der zugleich ein Aufschneider und Betrüger ist.
Russian (Dvoretsky)
ἱστιορράφος: (ᾰ) ὁ досл. парусный мастер, парусник, ирон. мошенник Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστιορράφος: ᾰ, ὁ, (ῥάπτω) ὁ ῥάπτων ἢ ἐπισκευάζων ἱστία, Συλλ. Ἐπιγρ. 9175, Πολυδ. Ζ΄. 160. 2) μεταφ., μηχανορράφος, δολοπλόκος, ἀπατηλός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 935.
Greek Monolingual
ἱστιορράφος και ἱστιαρράφος, ὁ (Α)
1. αυτός που ράβει ή επισκευάζει ιστία
2. δολοπλόκος, μηχανορράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. μηχανορράφος, νευρορράφος].