ὀξυτονέω

English (LSJ)

A pronounce with an acute accent, i.e. on the last syllable, τὴν λέξιν Ath.9.400b, cf. Ph.1.243, Cleonid.Harm.12, A.D.Synt.264.4:—Pass., Id.Pron.29.3, al., Gal.18(2).518.
2 in Music, make high-pitched, τοὺς φθόγγους Nicom.Harm.10.

German (Pape)

[Seite 355] spitz zugehen, auslaufen, Sp. – Bei den Gramm. mit dem Akut die letzte Sylbe bezeichnen u. aussprechen.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠτονέω: ἀπολήγω εἰς ὀξύ, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. μεταβ, προφέρω ὀξυτόνως ἢ τίθημι ὀξὺν τόνον ἐπὶ τῆς ληγούσης λέξεως, Ἀθήν. 400Β· ὡς τὸ ὀξύνω. Ρημ. ἐπίθ. ὀξυτονητέον, δεῖ ὀξυτονεῖν, Α. Β. 457, 12.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠτονέω: грам. ставить острое ударение на последнем слоге.

Greek Monolingual

ὀξυτονῶ, ὀξυτονέω) οξύτονος
βάζω οξεία στη λήγουσα μιας λέξης, τονίζω μια λέξη στη λήγουσα με οξεία
αρχ.
1. προφέρω κάτι με οξύ τόνο
2. μουσ. παράγω υψηλούς τόνους
3. απολήγω σε οξύ άκρο.