ὀστάγρα
English (LSJ)
ἡ
A, (ὀστέον) forceps for extracting splinters of bone, Sor.2.63, Gal.10.449, Heliod. ap. Orib.44.11.7.
II = ὀστεοκόπος, Thphr. Lass.2.
German (Pape)
[Seite 398] ἡ, die Zange, um die Splitter zerbrochener Knochen herauszuholen, Galen., auch ein Kraut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστάγρα: ἡ, (ὀστέον) λαβὶς πρὸς ἐξαγωγὴν συντριμμάτων ὀστῶν, Γαλην. ΙΙ. = ὀστεοκόπος Ι, Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 2.
Greek Monolingual
η (Α ὀστάγρα)
η οστεάγρα
αρχ.
1. λαβίδα χρήσιμη για την εξαγωγή συντριμμάτων οστού
2. οστεοκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. μυάγρα, πυράγρα)].