ὀστεοκόπος
English (LSJ)
ὁ,
A an inflammatory attack, which makes one feel as if one's bones were giving way, Hp.Acut.(Sp.)1 (v.l.), Thphr.Lass.2, Gal.8.104, al.: in Com.Adesp.329, Gal.6.194 ὀστοκόπος.
German (Pape)
[Seite 398] Knochen zerschlagend, zermalmend, ὀδύνη, ein Schmerz, der, wie wir sagen, durch Mark und Bein geht, Theophr.; subst. ὁ ὀστ. eine Ermattung, bei der Einem die Knochen wie zerschlagen vorkommen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστεοκόπος: ὁ, προσβολὴ καθολικῆς φλογώσεως, καθ’ ἣν ὅλον τὸ σῶμα κοπιᾷ καὶ ἡ κόπωσις καὶ ὀδύνη εἰσχωρεῖ μέχρις ὀστέων, Ἱππ. 396. 9, Θεοφρ. Ἀποσπ. 7· - παρὰ Γαλην. ὀστοκόπος.
Greek Monolingual
ο (Α ὀστεοκόπος και ὀστοκόπος)
νεοελλ.
φρ. «οστεοκόπος πόνος» — ισχυρός πόνος, σαν να σπάζουν τα οστά, που εμφανίζεται κατά το δεύτερο στάδιο της σύφιλης στο κρανίο, στην περόνη και στην κλείδα
αρχ.
φλεγμονώδης προσβολή κατά την οποία ο ασθενής αισθάνεται τα οστά του κομμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλοκόπος.