ὁμοίιος

English (LSJ)

(A), ον, Ep. Adj. of uncertain meaning, perhaps
A distressing ( = κακός acc. to Anon. ap. Apollon.Lex., also expld. as common to all or impartial, ibid., Hsch., cf. ξυνός), ἀλλά σε γῆρας τείρει ὁ. Il.4.315, cf. h.Ven. 244; θάνατος Od.3.236; νεῖκος Il.4.444; πόλεμος 9.440, 13.358, 15.670, al. (In place of ὁμοιίου () πολέμοιο ὁμοιίοο πτολέμοιο should be restored.)

(B), ον, Ep. (not in Hom.) for ὁμοῖος, πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος like in mind or wish, at one with, Hes.Op.182; δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος Xenoph.23.2; θηκτοῖσιν ὁμοίιος ἦεν ἀκωκαῖς Pancrat. Oxy.1085.23; χἁ νὺξ.. ἴσα καὶ ὁμοίιος ἀώς night and day are equal, BionFr.15.18.

Greek Monolingual

(I)
ὁμοίιος, -ον (Α)
(για τα γηρατειά, τον πόλεμο και τον θάνατο) κακός, ολέθριος ή αυτός που είναι κοινός για όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Η λ. σήμαινε αρχικώς «αυτός που είναι κοινός, όμοιος για όλους» και αποτελεί επικ. εκτεταμένο τ. του επιθ. ὁμοῖος (πρβλ. γελοίιος: γελοῖος). Κατ' άλλους, η λ. έχει τη σημ. «κακός, ολέθριος» και προέρχεται από αμάρτυρο ὀμο-Fιος < ομο-Fā, τ. ο οποίος συνδέεται με αρχ. ινδ. amĭvā «πόνος, βάσανο, ενόχληση» (πρβλ. ανία)].
(II)
ὁμοίιος, -ον (Α)
βλ. όμοιος.

Middle Liddell

ὁμοίϊος, ον, [epic for ὅμοιος, ον, Il.] [ῑ metri grat. before a long syllable]