ὁμοιοσχήμων
English (LSJ)
ὁμοιοσχήμον, gen. ονος, of like form, Democr. (?) ap. Placit.4.19.3, Arist.APr.27b11, Thphr. HP 4.2.4, Epicur.Ep.1p.9U., Id.Nat.Herc.1420.3, D.H.Comp.26, Ptol.Tetr. 104, etc. Adv. ὁμοιοσχημόνως Arist.EE1217b35. (The form ὁμοιόσχημος, ον, is doubtful: ὁμοιόσχημον neut. sg. in Antyll. ap. Orib.44.23.41, Simp. in Cat.430.25 can be referred to masc. ὁμοιοσχήμων; acc. masc. (fem.) ὁμοιοσχήμον' (with elision of α) is prob. in Corn.ND17, Phlp.in Mete. 20.29; <b class="b3ὁμοιοσχήμων ὄντων in Id.in Ph.662.30 is v.l. for ὁμοιοσχημόνων ὄντων.)
German (Pape)
[Seite 336] ον, von ähnlicher, gleicher Gestalt, Haltung, Stellung, Arist. Anal. pr. 1, 5 u. Folgde.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοιοσχήμων: 2, gen. ονος схожий по форме или по виду Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιοσχήμων: -ον, ὁ ὁμοίου σχήματος, ὁ ἔχων ὅμοιον σχῆμα, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 5. 11, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4, κτλ.· - Ἐπίρρ. -μόνως, Ἀριστ. Ἠθικ. Ε. 1. 8, 7. - οὕτως -σχημάτιστος, ον, Φώτ. ἐν Collect. Vat. 1. 227· -σχημος, ον, Cornut. N. D. 17 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
Greek Monolingual
ὁμοιοσχήμων, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο σχήμα με κάποιον άλλο, ομοιόσχημος.
επίρρ...
ὁμοιοσχημόνως (ΑΜ)
με την ίδια μορφή, στο ίδιο σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλοσχήμων].