ὁμόζυξ
English (LSJ)
υγος, ὁ, ἡ, = ὁμόζυγος (yoked together, yoked in the same row, corresponding), ἵππος Pl. Phdr. 256a ; ἡ ὁ. the female, An. Par. 1.29 ; οἱ ὁμόζυγες their fellows, Protarch. ap. Arist. Ph. 197b11 ; metaph, Νικίας ὁμόζυξ Ἀλκιβιάδου Him. Or. 5.13.
German (Pape)
[Seite 334] υγος, = Vorigem; Plat. Phaedr. 256 a; ὁμόζυγες λίθοι, von derselben Art, Arist. phys. 2, 6.
French (Bailly abrégé)
υγος (ὁ, ἡ)
1 compagnon de joug;
2 fig. de même sorte, de même espèce.
Étymologie: ὁμός, ζεύγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόζυξ: ῠγος adj. вместе запряженный, идущий в той же запряжке (sc. ἵππος Plat.): οἱ ὁμόζυγες Arst. сотоварищи.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., ἵππος Πλάτ. Φαῖδρ. 256Α· ― συνεζευγμένος διὰ γάμου, σύζυγος, Ἐκκλ.· ἡ ὁμόζυξ, ἡ σύζυγος, Κραμ. Ἀν. Παρισ. 1. 83· ― οἱ ὁμόζυγες, «Πρώταρχος ἔφη εὐτυχεῖς εἶναι τοὺς λίθους ἐξ ὧν οἱ βωμοί, ὅτι τιμῶνται, οἱ δὲ ὁμόζυγες αὐτῶν καταπατοῦνται» Ἀριστ. Φυσ. 2. 6, 2. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 178.
Greek Monolingual
ὁμόζυξ, -υγος, ὁ, ἡ (ΑΜ)
1. ομόζυγος («ὁμόζυξ μετὰ τοῦ ἡνιόχου πρὸς ταῦτα ἀντιτείνει», Πλάτ.)
2. σύζυγος
αρχ.
1. μτφ. αυτός που έχει το ίδιο αξίωμα με κάποιον άλλο
2. φρ. «ὁμόζυγες λίθοι» — λίθοι του ίδιου είδους με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ζυξ (βλ. λ. ζυγός), πρβλ. νεόζυξ].
Greek Monotonic
ὁμόζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ (ζεύγνυμι), λέγεται για ζώα, αυτό που είναι ζεμένο μαζί με κάποιο άλλο, σε Πλάτ.