ὁμόκαπνος

German (Pape)

[Seite 337] v. l. zum Folgdn, würde heißen »zusammen im Rauch des Heerdes weilend«.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui respire la même fumée, càd qui mange à la même table.
Étymologie: ὁμός, καπνός.

Greek Monolingual

ὁμόκαπνος, ὁ (Α)
(δ.γρφ. αντί ομόκαπος) αυτός που ζει δίπλα στην ίδια εστία, στον ίδιο καπνό, σύνοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + καπνός.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόκαπνος: вдыхающий тот же дым, т. е. греющийся у того же очага (Arst. - v. l. ὁμόκᾰπος).