ὑπέρχολος

English (LSJ)

ὑπέρχολον, exceedingly bilious or exceedingly wrathful, Antiph.309; overcharged with bile, Meno Iatr.19.41.

German (Pape)

[Seite 1204] übermäßig gallig, zornig, Antiphan. bei Phot.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρχολος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν ὀργίλος, ὑπέρχολος γενόμενος, ὑπεραγανακτήσας, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 92.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύ πικρόχολος ή πολύ ευέξαπτος
2. αυτός που παρουσιάζει υπέρμετρη αύξηση χολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + χόλος «οργή» (πρβλ. κατά-χολος, ὑπό-χολος)].

Translations