ὑπανοίγω

English (LSJ)

or ὑπανοίγνυμι,
A open from below, tap a cask, βῖκος ὑπανεῴγνυτο Ephipp.8.2, cf. Hermipp.82.7 (hex.).
2 open underhand or secretly, [γράμματα] ὑπανέῳγεν D.32.28; τὸ δωμάτιον ὑπανοίξασα Luc. Asin.13.
3 intr., open underneath, ἄντρον ὑπανοίγει J.BJ1.21.3.

French (Bailly abrégé)

pf. ὑπανέῳγα;
ouvrir secrètement.
Étymologie: ὑπό, ἀνοίγω.

German (Pape)

ὑπανοίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπᾰνοίγω: и ὑπᾰνοίγνῡμι (pf. ὑπανέῳγα) тайком открывать (γράμματα Dem.); осторожно отпирать (τὸ δωμάτιον Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπανοίγω: ἢ -γνυμι, ἀνοίγω κάτωθεν, οἷον ἐπὶ πίθου, προσαρμόζω «κάνουλαν», βῖκος ὑπανεῴγνυτο Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 1. 2, πρβλ. Ἕρμιππον ἐν «Φορμοφόροις» 2. 7. 2) ἀνοίγω λάθρα, κρυφίως, γράμματα ὑπανέῳγε Δημ. 889 ἐν τέλει· τὸ δωμάτιον ὑπανοίξασα Λουκ. Ὄνος 13.

Greek Monolingual

ΜΑ, και ὑπανοίγνυμι Α ἀνοίγω
ανοίγωἄντρον ὑπανοίγει», Ιώσ.)
αρχ.
1. ανοίγω κάτι από κάτω ή λίγο
2. ανοίγω κάτι κρυφά («ἡ δὲ τὸ δωμάτιον ὑπανοίξασα κομίζει τὴν πυξίδα», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ὑπανοίγω: ή -γνυμι, μέλ. -ξω, παρακ. ὑπανέῳγα, ανοίγω από κάτω, ανοίγω λαθραία ή κρυφά, σε Δημ.

Middle Liddell

or -γνυμι fut. ξω perf. ὑπανέῳγα
to open from below: to open underhand or secretly, Dem.