ὑποκαπνισμός

English (LSJ)

ὁ, fumigation, Dsc.Eup.1.210, Antyll. ap. Orib.8.12.1, Sor.2.33, Gal.16.147.

German (Pape)

[Seite 1219] ὁ, das Räuchern, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκαπνισμός: ὁ, τὸ ὑποκαπνίζειν, Ἀπολλών. παρ’ Ὀρειβασ. 182 Matth., Γαλην. τ. 14, 441, 14.

Greek Monolingual

ο / ὑποκαπνισμός, ΝΑ ὑποκαπνίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποκαπνίζω, η παραγωγή καπνού για θεραπευτικούς σκοπούς
νεοελλ.
1. (ιατρ.-φαρμ.) η έκθεση ορισμένων τμημάτων του σώματος στην επίδραση του καπνού ή του ατμού καιόμενων φαρμακευτικών ουσιών
2. ιατρ. παραγωγή καπνών ή ατμών καιόμενων φαρμακευτικών ουσιών σε κλειστό χώρο για την απολύμανσή του, αλλ. υποθυμίαση.

Translations