ὑποστράτηγος
English (LSJ)
(proparox.), ὁ,
A subordinate commander, X.An.3.1.32; = Lat. legatus, D.H.19.14(18), App.Hann.10, al., D.C.59.21, etc.
II title of an official at Tenos, IG12(5).883.9, al. (i B. C.); in Magnesia, ib.9(2).1111.7; in Egypt, UPZ124.33 (ii B. C.), PTheb.Bank 8.9 (ii B. C.), BGU1060.2 (i B. C.), 1778.6, al. (i B. C.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
commandant en second.
Étymologie: ὑπό, στρατηγός.
German (Pape)
ὁ, Unterfeldherr, Xen. An. 3.1.32. Bei den Römern legatus, D.Cass.
Russian (Dvoretsky)
ὑποστράτηγος: (ᾰ) ὁ помощник или заместитель полководца Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστράτηγος: ὁ, (οὐχὶ ὀξύτ. -γός) δευτερεύων στρατηγός, ὁ μετὰ τὸν στρατηγὸν ἀξιωματικός, ὡς καὶ νῦν, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 32 ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ Ρωμαϊκοῦ legatus, Διονύσ. Ἁλ. τ. 4, σ. 2349, 9, Δίων Κάσσ. 59, 21., 68, 30., 72, 11, κλπ. ΙΙ. ἐπώνυμον ἀξιωματικοῦ τινος ἐν Ἀθήναις, Συλλ. Ἐπιγρ. 202, 203, 206.
Greek Monolingual
ο / ὑποστράτηγος, ΝΑ στρατηγός
νεοελλ.
στρ. ανώτατος αξιωματικός του στρατού, με βαθμό ανώτερο από του ταξιάρχου και κατώτερο από του αντιστρατήγου
αρχ.
αξιωματικός υπό τις διαταγές στρατηγού («ὅπου μὲν στρατηγὸς σῶς εἴη τὸν στρατηγὸν παρεκάλουν, ὁπόθεν δὲ οἴχοιτο, τὸν ὑποστράτηγον», Ξεν.)
2. (σε επιγρ.) επωνυμία αξιωματικού στην Αθήνα
3. στρατιωτικός πρεσβευτής.
Greek Monotonic
ὑποστράτηγος: ὁ, αντιστράτηγος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ὑπο-στράτηγος, ὁ,
a lieutenant-general, Xen.