ὑσσός
English (LSJ)
ὁ, javelin, = Lat. pilum, Plb.6.23.8sq., D.H.5.46, Str.10.1.12, Plu.Pyrrh.21, etc.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
javelot, le pilum romain.
Étymologie: DELG mot techn., pê emprunté au carien.
German (Pape)
ὁ, der Wurfspieß, das pilum der Römer. Pol. 1.40.12 und öfter.
Russian (Dvoretsky)
ὑσσός: ὁ (лат. pilum) метательное копье Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὑσσός: ὁ, ἀκόντιον, τὸ Ρωμαϊκὸν pilum, Πολύβ. 6. 23, 8 κἑξ., Πλούτ., κλπ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
ακόντιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, πιθ. δάνειος, άγνωστης προέλευσης. Κατά μία άποψη, η λ. έχει εισαχθεί στην Ελληνική από τη γλώσσα της Καρίας, ενώ, κατ' άλλη άποψη, από τη Σημιτική (πρβλ. ακκαδικό ussu, εβρ. hēs, λ. με σημ. «βέλος»). Και οι δύο, ωστόσο, απόψεις παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].
Greek Monotonic
Middle Liddell
Frisk Etymology German
ὑσσός: {hussós}
Grammar: m.
Meaning: Wurfspieß, lat. pīlum (Plb., D. H., Str., Plu.).
Etymology : Technisches Wort unsicheren Ursprungs. Nach Bechtel BB 30, 271 f. aus dem Karischen; vgl. EN wie Ὑσσισις, Ὑσσωλος, PN Μαύσσωλος. Unhaltbare idg. Etymologien bei Bq (m. Add. et Corr.) und WP. 1, 309 (abgelehnt). Lewy KZ 55, 30 f. (mit Kritik früherer Deutungen) vergleicht assyr. ussu, hebr. ḥēṣ Pfeil.
Page 2,975
Mantoulidis Etymological
ὁ (=ἀκόντιο). Ξένη ἡ προέλευσή του.