ὑψόθεν
English (LSJ)
Boeot. οὑψόθεν prob. in Corinn.Supp.1.32, Adv.: (ὕψος):—
A from on high, from above, Il.11.53, 15.18, Hes.Th.704, Pi. P.8.81, A.Supp.175 (lyr.), Fr.275, E.Ba.1111, Fr.420.3; ὑψόθεν ἐκ κορυφῆς Od.2.147; ἐκ πέτρης 17.210: rare in Prose, καθορῶντες ὑψόθεν τὸν τῶν κάτω βίον Pl.Sph.216c.
II = ὑψοῦ, aloft, on high, ὁ ὑψόθεν σκοπός A. Supp.381 (lyr.); τὰ ὑψόθεν, opp. τὰ ἔνερθε, AP12.97 (Antip.).
2 c. gen., above, over, Pi.O.3.12, Arat.26, A.R.2.806, IG22.4225.2.
French (Bailly abrégé)
German (Pape)
bei sp.D. auch ὑψόθε, adv., hoch her, von der Höhe her; Pind. Ol. 3.12; Aesch. Suppl. 166, 376; Eur. Tr. 750 und öfter; καθορῶντες ὑψόθεν Plat. Soph. 216b; selten = ὑψοῦ, in der Höhe, oberhalb, ὄχθης Ap.Rh. 2.569.
Russian (Dvoretsky)
ὑψόθεν:
I adv.
1 с высоты, сверху Hom., Hes., Pind., Aesch., Eur.;
2 в вышине, вверху: τά τ᾽ ἔνερθε τά θ᾽ ὑψόθεν Anth. то, что внизу, и то, что вверху.
II praep. cum gen. над (ὑψόθεν τινός Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψόθεν: Ἐπίρρ.· (ὕψος)· ― ἐκ τοῦ ὕψους, ἄνωθεν, Λατ. desupeer, Ἰλ. Λ. 53, Ο. 18, Ἡσ. Θεογ. 704, Πινδ. Π. 8. 117, Αἰσχύλ. Ἱκ. 173, Ἀποσπ. 270, Εὐρ., κλπ.· ὑψ. ἐκ κορυφῆς Ὀδ. Β. 147· ἐκ πέτρης Ρ. 210· σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, καθορῶντες ὑψόθεν τὸν τῶν κάτω βίον Πλάτ. Σοφιστ. 216C. ΙΙ. ὡς τὸ ὑψοῦ, ὑψηλά, ἐν τῷ ὕψει, Αἰσχύλ. Ἱκ. 381, Ἀνθ. Παλ. 12. 97. 2) μετὰ γεν., ὑπεράνω, ἐπάνω, Πινδ. Ο. 3. 21, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 912.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ὑψόθεν
a adv., from above τέτρασι δ' ἔμπετες ὑψόθεν σωμάτεσσι (of a wrestler) (P. 8.81)
b prep. c. gen., high on ᾧτινι γλεφάρων Αἰτωλὸς ἀνὴρ ὑψόθεν ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας (O. 3.12)
c frag. ]ὑψόθεν[ (Pae. 3.11)
Greek Monolingual
και βοιωτ. τ. οὑψόθεν Α
επίρρ.
1. από ψηλά, άνωθεν («καθορῶντες ὑψόθεν τὸν τῶν κάτω βίον», Σοφ.)
2. υψηλά, ψηλά
3. (με γεν.) επάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. -ό-θεν (βλ. λ. -θε), πρβλ. τηλ-ό-θεν, χαμ-ό-θεν].
Greek Monotonic
ὑψόθεν: (ὕψος), επίρρ.,
I. από ύψος, από ψηλά, από επάνω, άνωθεν, Λατ. desuper, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
II. όπως το ὑψοῦ,
1. υψηλά, ψηλά, στα ύψη, σε Ανθ.
2. με γεν., υπεράνω, επάνω, σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὕψος
I. from on high, from aloft, from above, Lat. desuper, Il., Hes.
II. like ὑψοῦ, high, aloft, on high, Anth.
2. c. gen. above, over, Pind.