υπεράνω

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

ὑπεράνω ΝΜΑ
επίρρ.
1. (με γεν.) πάνω από κάτι, υψηλότερα από κάτι (α. «υπεράνω της στέγης του ναού» β. «ὑπεράνω τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται ἡ φλέψ», Αριστοτ.)
2. μτφ. παραπάνω, σε μεγαλύτερη υπόληψη (α. «έθεσε την αξιοπρέπειά του υπεράνω του συμφέροντός του» β. «ποιεῖν τι ἤ τινα ὑπεράνω τινός»)
αρχ.
1. μτφ. παλαιότερα, πολύ παλιά («ἐκ τῶν ὑπεράνω χρόνων», επιγρ.)
2. (σχετικά με κείμενο) ανωτέρω, παραπάνω («ψηφίσματα ὑπεράνω γεγραμμένα», επιγρ.)
3. φρ. α) «ὑπεράνω γίγνομαί τινος» — αποκτώ πλεονεκτική θέση, υπερτερώ, υπερνικώ (Τελ.)
β) «oἱ ὑπεράνω πλεονασμοί» — υπερβολικές, πάρα πολλές επαναλήψεις (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἄνω].