ὠρυθμός

English (LSJ)

ὁ, a howling, of dogs, ὠρυθμοῖς ὑλάει Opp.C.4.219 (but distinguished from ὑλακή 'barking' by Q.S.14.287); of a lion, roaring, Theoc. 25.217 (v.l. ὠρυγμοῖ)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 hurlement (de chien);
2 rugissement (de lion).
Étymologie: ὠρύω.

German (Pape)

[ῡ], ὁ, = ὠρυγμός, Theocr. 25.217, vom Löwen.

Russian (Dvoretsky)

ὠρυθμός: ὁ Theocr. = ὠρυγή.

Greek (Liddell-Scott)

ὠρυθμός: ὁ, ὠρυγμός, ὠρυγή, «οὔρλιασμα», ὠρυθμοῖς ὑλάει Ὀππ. Κυνηγ. 4. 219· ἐπὶ λέοντος, βρυχηθμός, Θεόκρ. 25. 217.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. ὠρυγμός, ωρυγή
2. (για λιοντάρι) βρυχηθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι + επίθημα -θμός (πρβλ. βρυχηθμός)].

Greek Monotonic

ὠρυθμός: ὁ, ουρλιαχτό, μουγκρητό, βρυχηθμός (λέγεται για λιοντάρι), σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ὠρυθμός, οῦ, ὁ,
a howling, roaring, Theocr., Anth. v