ῥαβδομαχία

English (LSJ)

ἡ, fighting with a staff or foil, Plu.Alex.4.

German (Pape)

[Seite 829] ἡ, das Fechten mit dem Stabe, mit einer Art von Rappieren, Plut. Alex. 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
combat au moyen de baguettes.
Étymologie: ῥάβδος, μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ῥαβδομᾰχία:бой на палках, фехтование Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδομᾰχία: ἡ, τὸ μάχεσθαι (χάριν ἀσκήσεως) διὰ ῥάβδων, τὸ ἀσκεῖσθαι δι’ ἀκοντίων ἐσφαιρωμένων, Πλουτ. Ἀλέξ. 4, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ (τ. 4, σ. 405).

Greek Monolingual

η / ῥαβδομαχία, ΝΑ
είδος οπλομαχητικής άσκησης με ράβδους, η οποία είναι παρεμφερής με την ξιφασκία
νεοελλ.
(γενικά) συμπλοκή με ραβδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + -μαχία πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. ῥαβδομάχος (πρβλ. μονομαχία, πυγμαχία)].

Greek Monotonic

ῥαβδομᾰχία: ἡ (μάχομαι), μάχη με ραβδί, κοντάρι ή ελαφρύ ξίφος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ῥαβδο-μᾰχία, ἡ, μάχομαι
a fighting with a staff or foil, Plut.