ejercitarse
Spanish > Greek
διατρίβω, ἐκμελετάω, ἐνασκέω, ἐγγυμνάζω, διαπονέω, διαγυμνάζω, ἐκγυμνάζω, διαμελετάω, διαμαχίζομαι, δράω, γυμνάζω, ἐμμελετάω, ἐκτρίβω
διατρίβω, ἐκμελετάω, ἐνασκέω, ἐγγυμνάζω, διαπονέω, διαγυμνάζω, ἐκγυμνάζω, διαμελετάω, διαμαχίζομαι, δράω, γυμνάζω, ἐμμελετάω, ἐκτρίβω