ἐμμελετάω
English (LSJ)
exercise or train in a thing, τινὰ ἀγῶσι Plu.Cim.18, etc.; ἐμαυτόν σοι ἐμμελετᾶν παρέχειν to practise upon, Pl.Phdr.228e; give a lecture, τισί Plu.2.932d.
Spanish (DGE)
I intr., gener. c. dat.
1 practicar, ejercitarse c. dat. de pers. ἐμαυτόν σοι ἐμμελετᾶν παρέχειν ofrecerme para practicar contigo, e.e., para que te ejercites conmigo, Pl.Phdr.228e, cf. Plb.36.1.2, Eus.M.23.885D, c. giro prep. ἐν ἐμοὶ ἐμμελέτησον Pl.Alc.1.114d, ἐμμελετῶσι πρὸς τοὺς οἰκείους οἱ ἀθληταί los atletas se entrenan con sus compañeros Chrys.Educ.Lib.816
•c. dat. de cosa o abstr. ejercitarse en, practicar τοῖς ... ἀγῶσι Plu.Cim.18, ταῖς γραφαῖς Iul.Gal.55.229e, cf. Cyr.Al.M.70.993A, τῇ τοῦ θεοῦ δικαιοσύνῃ Iul.Aur.41.10, cf. Ph.2.359, Gr.Nyss.Mort.52.6, abs. ἡ ... πεδιὰς ἱππεῦσιν ... ἐμμελετᾶν ἐπιτήδειος Iul.Or.3.63d
•cumplir τοῖς θείοις ... προστάγμασι Bas.Sel.Or.M.85.108B.
2 habituarse a τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῖν ἐμμελετησάντων ... τοῖς σώμασι habituándose nuestros ojos a esos cuerpos Chrys.Hom.Oz.6.2.87.
3 ret. hacer un ejercicio retórico sobre, declamar acerca de τούτοις Plu.2.932d, cf. Lib.Decl.15.38.
II tr.
1 ejercitar, poner en práctica, aplicar τὴν δεινότητα Them.Or.22.265b, cf. Synes.Insomn.20, Cyr.Al.M.77.964C, τὸν νοῦν εἰς τὰ πιστὰ τῶν ἐντολῶν τοῦ θεοῦ λόγια Mac.Aeg.Hom.53.14, ἐμμελετῆσαι τὰ σώματα ἡμῶν τὸ τῆς ἀφθορίας κάλλος Bas.Anc.Virg.M.30.777B
•realizar τειχομαχίαν Procop.Aed.2.7.15.
2 ocuparse de, preparar con cuidado ἐμμελετῶν τὴν δίκην Charito 7.1.5.
German (Pape)
[Seite 808] in, an Etwas üben; ἐμαυτόν σοι ἐμμελετᾶν παρέχειν Plat. Phaedr. 228 e; τοὺς Ἀθηναίους τοῖς ἀγῶσι Plut. Cim. 18; ἡμῖν ἐμμελετητέον ἐστὶ τοῖς φαύλοις, wir müssen uns daran gewöhnen, vit. pud. 7.
French (Bailly abrégé)
ἐμμελετῶ :
exercer à : τινά τινι qqn à qch ; particul. donner des leçons.
Étymologie: ἐν, μελετάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμμελετάω:
1 упражнять, обучать (τινα τοῖς πρὸς τοὺς βαρβάρους ἀγῶσι Plut.);
2 упражняться Plat.;
3 приучаться, привыкать (τινι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμελετάω: μέλλ. -ήσω, γυμνάζω, ἀσκῶ τινα εἴς τι, τινά τινι Πλουτ. Κίμ. 18, κτλ.· ἀπολ., Πλάτ. Φαῖδρ. 228Ε· δίδω μαθήματα, Πλούτ. 2. 932D.
Greek Monotonic
ἐμμελετάω: μέλ. -ήσω (ἐν), γυμνάζω ή ασκώ κάποιον σε κάτι, σε Πλάτ.