ἐγγυμνάζω

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγγυμνάζω Medium diacritics: ἐγγυμνάζω Low diacritics: εγγυμνάζω Capitals: ΕΓΓΥΜΝΑΖΩ
Transliteration A: engymnázō Transliteration B: engymnazō Transliteration C: eggymnazo Beta Code: e)ggumna/zw

English (LSJ)

exercise in, τὴν ψυχὴν θεάμασιν ἐ. Luc.Salt.6; τὴν γνώμην ἐνθυμήμασιν Polyaen.3Praef.:—more freq. in Med., ἐν σοὶ ἐγγυμνασόμενος to practise upon you, Pl.Phdr.228e; practise oneself in... πολέμοις Plu.Caes.28, cf. Ph.1.551, Luc.Lex.22, Jul.Or.1.37c; ἐν ταῖς πράξεσιν D.C.36.32, cf.BKT3p.25:—Pass., Hp.Vict.2.63; ἐγγυμνασθέντες περί τι Vett. Val.353.5; λόγοις Luc.Hipp.2.

Spanish (DGE)

I tr.
1 ejercitar c. ac. y dat. τὰς ψυχὰς καλλίστοις θεάμασιν ἐγγυμνάζουσα ejercitando (la danza) las almas en los más hermosos espectáculos Luc.Salt.6, τὴν γνώμην τοῖς στρατηγικοῖς ἐνθυμήμασιν Polyaen.3 proem., en v. pas. c. dat. οἵ γε τοῖς λόγοις μόνοις ἐγγεγυμνασμένοι Luc.Hipp.2.
2 jur. τὰς ἐκκλήτους ... ἐγγυμνάζειν interponer apelaciones Iust.Nou.41 proem., cf. en v. pas. Iust.Nou.112.3 praef.
II intr. en v. med.-pas. ejercitarse en sent. fís., ref. al cuerpo, c. giros prep. ἐν τῷ αὐτῷ ἐγγυμνάζεται πνεύματι se ejercita con el propio aire el cuerpo al correr, Hp.Vict.2.63, ἐγγυμνάζεσθαι διὰ ξηρῶν ἱδρώτων ejercitarse con sudores secos Ph.2.287, en el baile, Plu.2.130f, en la lucha, Paus.7.23.5
de actividades no fís. ejercitarse c. ἐν y dat. ἣν (ἐλπίδα) εἶχον ἐν σοὶ ὡς ἐγγυμνασόμενος la esperanza que tenía de ejercitarme en ti, e.e. contigo ref. a la memoria, Pl.Phdr.228e, ἐν ταῖς πράξεσιν D.C.36.32.2, ἐν τοῖς ἰδίοις τῆς χειρουργίας θεωρήμ[α] σιν Chirurg.Fr.Pap.2.2.23, c. περὶ c. ac. τοὺς μὴ ἐγγυμνασθέντας ... περὶ τὰς τῶν κανόνων διαφοράς Vett.Val.339.1, c. dat. τοῖς τοῦ βίου πράγμασιν Ph.1.551, τοῖς κατ' οἰκονομίαν Ph.2.47, τοῖς Κελτικοῖς ἐγγυμνασάμενος πολέμοις Plu.Caes.28, ταῖς μελέταις Plu.Dem.6, τῇ καλῇ κωμῳδίᾳ καὶ τῇ σεμνῇ τραγῳδίᾳ Luc.Lex.22, cf. Iul.Or.1.37c, τῇ ἐφεκτικῇ ... τῶν ἡδέων ... ἀσκήσει Clem.Al.Strom.7.7.44.

German (Pape)

[Seite 702] in Etwas üben, ὄρχησις τὰς ψυχὰς καλλίστοις θεάμασιν ἐγγυμνάζουσα Luc. Salt. 6. – Gew. im med., ἐν σοὶ ὡς ἐγγυμνασόμενος Plat. Phaedr. 228 e; Sp.; τοῖς πολέμοις Plut. Caes. 28; ἐγγυμναστέον καὶ ἐμμελετητέον Themist. or. 4 p. 51 b.

French (Bailly abrégé)

exercer : τὴν ψυχήν τινι LUC l'âme à qch;
Moy. ἐγγυμνάζομαι s'exercer : τινι à qch.
Étymologie: ἐν, γυμνάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγγυμνάζω: упражнять, обучать, приучать (τὰς ψυζὰς καλλίστοις θεάμασιν Luc.); преимущ. med. упражняться (Plat.; τινί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγυμνάζω: μέλλ. -άσω, ἐξασκῶ εἴς τι, τὴν ψυχὴν θεάμασιν ἐγγ. Λουκ. π. Ὀρχ. 6: - συχνότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἐν σοὶ ὡς ἐγγυμνασόμενος Πλάτ. Φαῖδρ. 228Ε· ἀσκοῦμαι ἐν …, πολέμοις Πλούτ. Καῖσ. 28.

Greek Monolingual

ἐγγυμνάζω (AM)
γυμνάζω, εξασκώ κάποιον σε κάτι
μσν.
υποστηρίζω την αγωγή μου, συνεχίζω τη δίκη.

Greek Monotonic

ἐγγυμνάζω: μέλ. -άσω, γυμνάζω, ασκώ έναν άνθρωπο σε κάτι, με δοτ., σε Λουκ. — Μέσ., εξασκούμαι σε, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. άσω
to exercise a person in a thing, c. dat., Luc.:—Mid. to practise oneself in, Plut.