empapar
Spanish > Greek
ἀμφιδιαίνω, διομβρέω, ἀναδεύω, ἐγκαταδεύω, διΐημι, διαφλύζω, ἀνασπογγίζω, ἐμπίμπλημι, διαφυράω, διαμαδάω, ἐνδεύω, βρέχω, διαβρέχω, δεύω, διαίνω, ἐμβρέχω, ἐμβάπτω, βαπτίζω, βάπτω, ἀποβρέχω
ἀμφιδιαίνω, διομβρέω, ἀναδεύω, ἐγκαταδεύω, διΐημι, διαφλύζω, ἀνασπογγίζω, ἐμπίμπλημι, διαφυράω, διαμαδάω, ἐνδεύω, βρέχω, διαβρέχω, δεύω, διαίνω, ἐμβρέχω, ἐμβάπτω, βαπτίζω, βάπτω, ἀποβρέχω