ἀνασπογγίζω
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
sponge clean, sponge well, τὸ ἕλκος Hp.Ulc.4; soak up drugs, ἀνασπογγίσας εἰρίῳ.. πρόσθες Id.Nat.Mul.32, cf. 74.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀνασφογγίζω Clem.Al.Paed.2.2.21
1 limpiar con esponja manchas de sangre, Antipho 5.45
•enjugar τὸ ἕλκος Hp.Vlc.4.
2 empapar ἀνασπογγίσας εἰρίῳ ... πρόσθες Hp.Nat.Mul.32, cf. 74, Mul.1.75
•en v. pas. de órganos internos del cuerpo, Clem.Al.l.c.
German (Pape)
[Seite 208] (mit einem Schwamme) abwischen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασπογγίζω: καθαρίζω προσεκτικῶς διὰ σπόγγου, σπογγίζω καλῶς, τὸ ἕλκος Ἱππ. 872Η, Γαλην.
Greek Monolingual
ἀνασπογγίζω (Α)
καθαρίζω προσεκτικά με σπόγγο.