espontáneo
Spanish > Greek
αὐτόγνωτος, ἐλευθερόγλωσσος, ἐνδιάθετος, ἐλευθέριος, αὐτοφυής, ἐθελούσιος, αὐτενέργητος, αὐτουργός, αὐτόματος, αὐτεπάγγελτος, αὐτοκρατής, ἑκούσιος, αὐτοκέλευστος, ἐθελοντής, αὐθαίρετος, αὐτοκελής, αὐτοσχέδιος
αὐτόγνωτος, ἐλευθερόγλωσσος, ἐνδιάθετος, ἐλευθέριος, αὐτοφυής, ἐθελούσιος, αὐτενέργητος, αὐτουργός, αὐτόματος, αὐτεπάγγελτος, αὐτοκρατής, ἑκούσιος, αὐτοκέλευστος, ἐθελοντής, αὐθαίρετος, αὐτοκελής, αὐτοσχέδιος