αὐτοφυής
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
αὐτοφυές,
A self-grown, στρωμνὴ οἰκεία τε καὶ αὐτοφυής, of the fur of beasts, Pl.Prt. 321a; self-existent, Critias 19.1 D.
2 self-grown, of home production, ἀγαθά X.Vect.2.1; ὦπόλι φίλη Κέκροπος, αὐτοφυὲς Ἀττική Ar.Fr.110.
3 natural, opp. artificial, οὐδός Hes.Th.813; λιμήν Th.1.93; χρυσὸς αὐτοφυής native gold, D.S.3.45; κύανος αὐτοφυής Thphr. Lap.39; αὐτοφυεῖς λόφοι hills in their natural state, not quarried or mined, X.Vect.4.2; κορύναν αὐτοφυῆ a natural growth, Theoc.9.24; opp. χειροποίητος, Plb.9.27.4; opp. τὰ διὰ τέχνης, wild, not cultivable, Thphr. CP 3.1.1; of a horse, τὸν αὐτοφυῆ (sc. δρόμον) διατροχάζειν to have natural paces, X.Eq.7.11; αὐτοφυῆ γηρύματα 'native wood-notes wild', of birds, opp. language, Plu.2.973a; of style, natural, simple, D.H.Din.7; αὐτοφυὴς αἴσθησις, opp. ἐπιστημονική, Phld.Mus.p.11 K., cf. p.63 K.: Comp. αὐτοφυέστερος more natural, of an explanation, Simp. in Ph.149.18. Adv. αὐτοφυῶς, ὅμοιον like by nature, opp. μιμητής, Pl. Grg.513b; αὐ. ἀγαθοί Id.Lg.642c.
4 τὸ αὐτοφυές = one's own nature, Id.R.486e; natural state, opp. τὸ ἐπίκτητον, Arist.Rh.1365a29.
II Act., bearing, producing of itself, γῆ αὐ. ὧν φέρει Philostr.Im.2.18. Adv. αὐτοφυῶς = spontaneously, Syrian. in Metaph.123.22; αὐτοφυῶς κινούμενοι Plot.6.5.1.
Spanish (DGE)
-ές
I 1nacido de uno mismo, natural de concr. στρωμνὴ οἰκεία τε καὶ αὐτοφυὴς ἑκάστῳ pelaje propio y natural para cada uno Pl.Prt.321a, ὦ πόλι ..., αὐτοφυὲς Ἀττική Ar.Fr.112
•nacido en la región misma subst. τὰ αὐτοφυῆ productos regionales de la Hélade πρὸς τοῖς αὐτοφυέσιν ἀγαθοῖς X.Vect.2.1
•de abstr. nacido de sí mismo prob. del νοῦς Critias Fr.Trag.4.1, de Dios ἄναξ Doroth.Vis.12, cf. Orác. en SEG 27.933.1 (= Theos.Tub.13).
2 natural, producido por la naturaleza op. a construido, artificial χάλκεος οὐδὸς ... αὐτοφυής Hes.Th.813, λιμένας ... τρεῖς αὐτοφυεῖς Th.1.93, op. χειροποίητος: πέτρα Plb.9.27.4
•de lo que aparece según un orden de cosas natural φαντάσματα Pl.Sph.266b, παιδιαὶ ... αὐτοφυεῖς juegos espontáneos Pl.Lg.794a
•de cantos de pájaros, op. lenguaje humano αὐτοφυῆ γηρύματα Plu.2.973a
•subst. τὸ αὐτοφυὲς ἑκάστου el natural de cada uno Pl.R.486d, cf. 520b.
3 en su estado natural, no trabajado de mineral. en bruto κύανος Thphr.Lap.39, χρυσός D.S.3.45, αἱματίτης Dsc.5.126
•de colinas sin explotar X.Vect.4.2
•de plantas sin cultivar, silvestre ἐκ τῶν αὐτοφυῶν εἰς τὰ διὰ τέχνης Thphr.CP 3.1.1, κρομμύων αὐτοφυῶν PCair.Zen.269.4 (III a.C.)
•κορύναν ... αὐτοφυῆ un cayado naturalmente conformado Theoc.9.24, δρόμος ref. a un caballo no domado, X.Eq.7.11, κόμη Clem.Al.Paed.3.3.18, βάμμα Clem.Al.Paed.2.10.108
•de abstr. κάλλος Aristaenet.1.7.4, χάρις Nonn.D.11.374, αὐτοφυὲς μίμημα λύρας imitación natural de la lira ref. a la cigarra AP 7.195.3 (Meleagr.)
•αἴσθησις αὐτοφυής op. ἐπιστημονική Phld.Mus.1.26.3
•en ret. del estilo natural, sencillo op. artificioso, D.H.Din.7, δεῖ τρόπον τινὰ αὐτοφυᾶ εἶναι τὰ λεγόμενα Demetr.Eloc.27, cf. Phot.Bibl.61
•de palabras espontáneo Gr.Nyss.Eun.2.9
•de pers. unido a αὐτοδίδακτος nato ὁ Ἐπίκουρος ... αὐτοφυὴς φίλοσοφος S.E.M.1.3, αὐτοφυὴς ἰατρός Eus.DE 3.6
•subst. τὸ αὐτοφυές = estado natural op. τὸ ἐπίκτητον Arist.Rh.1365a29.
II que produce de sí mismo, espontáneamente γῆ αὐτοφυὴς ὧν φέρει Philostr.Im.2.18.
III adv. αὐτοφυῶς
1 de manera natural op. μιμητής Pl.Grg.513b, cf. Lg.642c
•por naturaleza, originalmente (Ἀρσάμεια) αὐτοφυῶς δυσὶν πετραίοις διειρημένη Arsameia 16 (I a.C.).
2 por sí mismo, espontáneamente αὐ. κινούμενοι Plot.6.5.1, cf. Syrian.in Metaph.123.22, τὰ γὰρ πρώτως μετέχοντα αὐτοφυῶς συνῆπται τοῖς μετεχομένοις Procl.Inst.205
•sin reflexión μηδὲν ὑπολαβεῖν αὐτοφυῶς καὶ ἀπραγματεύτως λέγεσθαι D.H.Is.16.
3 por su propia naturaleza ἡ ὕλη καὶ τὸ εἶδος αὐτοφυῶς ἕν εἰσιν Alex.Aphr.in Metaph.521.8.
German (Pape)
[Seite 404] ές (φύω), von selbst wachsend, Hes. Th. 813; übh. was von Natur, nicht durch Kunst ist, λιμήν Thuc. 1, 93; στρωμνή Plat. Prot. 321 b; dem χειροποίητος entgeggstzt Pol. 9, 27; so heißt die Heuschrecke αὐτοφυὲς μίμημα λύρης Mel. 112 (VII, 195); χρυσός, gediegenes Gold, D Sic. 3, 45; ἑκάστου τὸ αὐτοφυές, die natürliche Eigenthümlichkeit eines Jeden, Plat. Rep. VI, 486 e; dem ἐπίκτητον entgeggstzt Arist. rhet. 1, 7. – Adv. αὐτοφυῶς ὅμοιον, von Natur ähnlich, Plat. Gorg. 513 b.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 né là même, originaire du pays même;
2 qui naît, croît ou se forme de soi-même ; en gén. naturel (p. opp. à fait de main d'homme, travaillé, artificiel) : λιμὴν αὐτοφυής THC port naturel.
Étymologie: αὐτός, φύω.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοφυής:
1 местный, туземный, отечественный (ἀγαθά Xen.);
2 естественный, природный (οὐδός Hes.; λιμήν Thuc.; στρωμνή Plat.; ῥωχμοὶ τῆς πέτρας Plut.);
3 самородный (χρυσός Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοφυής: -ές, ἀφ’ ἑαυτοῦ φυόμενος, στρωμνὴ οἰκεία καὶ αὐτ., ἡ μαλλωτὴ δορὰ τῶν ζῴων, Πλάτ. Πρωτ. 321Α· ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχων, Κριτίας 15, Εὐρ. Ἀποσπ. 596. 2) ὁ φυόμενος ἢ γινόμενος ἐν τῷ τόπῳ περὶ τῶν προϊόντων τῆς Ἀττικῆς, Ξεν. Πόροι 2, 1· οὕτως ὡς τὸ αὐτόχθων ὦ πόλι φίλη Κέκροπος, ἀυτοφυὲς Ἀττικὴ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 162. 3) φυσικὸς κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὸ τεχνητὸς, οὐδὸς Ἡσ. Θ. 813· λιμὴν Θουκ. 1. 93· χρυσὸς αὐτ. Διόδ. 3. 45· αὐτ. λόφοι, ἐν τῇ φυσικῇ αὐτῶν καταστάσει μὴ λατομούμενοι ἢ ὀρυσσόμενοι πρὸς εὕρεσιν μετάλλων, Ξεν. Πόροι 4. 2· κορύναν αὐτοφυῆ, τραχεῖαν ἀκατέργαστον οἵα ἀπὸ τοῦ δένδρου ἐκόπη, Θεόκρ. 9. 24· ἐν αντιθέσει πρὸς τὴν φράσιν, τὰ διὰ τέχνης ἄγριος, ἀκαλλιέργητος, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 1, 1· ἐπὶ ἵππου, τὸν αὐτοφυὴ [ἐνν. δρόμον] διατροχάζειν, τὸ φυσικὸν τρέξιμον, Ξεν. Ἱππ. 7, 11· αὐτ. γηρύματα, ἄγριαι, φυσικαὶ φωναὶ τῶν πτηνῶν ἐν αντιθέσει πρὸς τὴν ἔναρθρον φωνὴν τῶν ἀνθρώπων, Πλούτ. 2. 973Α· ἐπὶ ὕφους, φυσικόν, ἁπλοῦν, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 7. ― Ἐπίρρ. αὐτοφυῶς ὅμοιον, ἐκ φύσεως ὅμοιον, Πλάτ. Γοργ. 513Β. 4) τὸ αὐτοφυές, αὐτὴ ἡ φύσις, ἡ φύσις τινός, Πλάτ. Πολ. 486Ε· τὸ ἐκ φύσεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπίκτητον, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 33. ΙΙ. ἐνέργ., φύων, παράγων ἀφ’ ἑαυτοῦ, αὐτομάτως, γῆ αὐτ. ὧν φέρει Φιλόστρ. 840.
Greek Monolingual
-ές (AM αὐτοφυής, -ές, Μ και αὐτόφυος, -ον)
Ι. 1. (για φυτά) αυτός που φυτρώνει μόνος του
2. αυτός που υπάρχει μόνος του από τη φύση, φυσικός
μσν.
εκείνος που αποτελεί σύμπλεγμα με κάποιον άλλο
αρχ.
1. (για γεωργικά προϊόντα) αυτός που φυτρώνει στον ίδιο τόπο με κάποιον άλλο
2. (για μέταλλα) καθαρός, αμιγής
3. (για ύφος λόγου) απλός, απέριττος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτοφυές
η ίδια η φύση, ο χαρακτήρας κάποιου
II. επίρρ. αυτοφυώς (AM αὐτοφυῶς)
εκ φύσεως, από τη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -φυής < ουσ. φυή ή φύος < φύομαι].
Greek Monotonic
αὐτοφυής: -ές (φύομαι)·
1. αυτός που αναπτύσσεται μόνος του, σε Πλάτ.· αυτός που μεγαλώνει σε σπίτι, που είναι σπιτικής ανάπτυξης, σε Ξεν.
2. που είναι φυσικός αντίθ. προς το τεχνητός, σε Ησίοδ., Θουκ.· κορύνα αὐτοφυής, τραχύ όπως προήλθε από το δέντρο, σε Θεόκρ.
3. τὸ αὐτοφυές, η ίδια η φύση κάποιου, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[φύομαι]
1. self-grown, Plat.:— of home growth, Xen.
2. natural, opp. to artificial, Hes., Thuc.; κορύνα αὐτοφυής rough as it came from the tree, Theocr.
3. τὸ αὐτοφυές, one's own nature, Plat.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
-ές que nace de sí mismo, autoengendrado de Selene ἐνεύχομαί σοι ... εὔστοχε, αὐ. a ti te suplico que das en el blanco, autoengendrada P IV 2274 de la Naturaleza ὁρκίζω Φύσιν αὐτοφυῆ conjuro a la Naturaleza, que nace de sí misma P I 310