αὐτοκελής
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
ές, = αὐτοκέλευστος, Hdt. 9.5.
Spanish (DGE)
-ές
voluntario, espontáneo αἱ γυναῖκες ... ἤισαν αὐτοκελέες Hdt.9.5.
German (Pape)
[Seite 398] ές (κέλομαι), dasselbe, Her. 9, 5.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. αὐτοκέλευστος.
Étymologie: αὐτός, κέλομαι.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοκελής: Her. = αὐτοκέλευστος.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκελής: -ές, = τῷ προηγ., Ἡρόδ. 9. 5.
Greek Monotonic
αὐτοκελής: -ές (κέλομαι), = το προηγ., σε Ηρόδ.
Middle Liddell
κέλομαι
= αὐτοκέλευστος, Hdt.