infortunio
Spanish > Greek
ἀπόπτωμα, δυσπράγημα, δυσδαιμονία, δυσπραξία, δυσμορία, ἀτύχημα, δυσπονία, ἀμοίρημα, δυσκλήρημα, δυστηνία, δυσκληρία, δειλαιότης, δυστύχημα, δυστυχία, ἀτυχία, ἀνολβίη, ἀκλήρημα, ἀμμορίη
ἀπόπτωμα, δυσπράγημα, δυσδαιμονία, δυσπραξία, δυσμορία, ἀτύχημα, δυσπονία, ἀμοίρημα, δυσκλήρημα, δυστηνία, δυσκληρία, δειλαιότης, δυστύχημα, δυστυχία, ἀτυχία, ἀνολβίη, ἀκλήρημα, ἀμμορίη