δυσδαιμονία
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
ἡ, misery, E.IT1120(lyr.), And.2.7.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
desgracia, infortunio, μεταβάλλειν δυσδαιμονία = cambiar es una desgracia E.IT 1120, εἰς τοσοῦτον ἦλθον δυσδαιμονίας And.2.7, cf. Sch.S.OC 144M., c. gen. subjet. τοῦ Βελλεροφόντου Eust.636.48.
German (Pape)
[Seite 677] ἡ, Unglück; Eur. I. T. 1120; Andoc. 2, 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
infortune, malheur.
Étymologie: δυσδαίμων.
Russian (Dvoretsky)
δυσδαιμονία: ἡ несчастье, бедствие Eur.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδαιμονία: ἡ, ἀθλιότης, δυστυχία, Εὐρ. Ι. Τ. 1120, Ἀνδοκ. 20. 27.
Greek Monolingual
δυσδαιμονία, η (Α)
δυστυχία, κακομοιριά.
Greek Monotonic
δυσδαιμονία: ἡ, αθλιότητα, δυστυχία, σε Ευρ.
Middle Liddell
δυσδαιμονία, ἡ,
misery, Eur. [from δυσδαίμων