loftiness

English > Greek (Woodhouse)

substantive

height: P. and V. ὕψος, τό.

magnificence: P. μεγαλοπρέπεια, ἡ, V. χλιδή, ἡ.

pride: P. and V. φρόνημα, τό, ὄγκος, ὁ, P. ὑπερηφανία, ἡ, μεγαλαυχία, ἡ; see pride.

stateliness: P. and V. σεμνότης, ἡ, τὸ σεμνόν.