αγιογράφος
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Greek Monolingual
ο
αυτός που ζωγραφίζει εικόνες αγίων ή απεικονίζει χριστιανικά θέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + γράφω.