Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(Α ἀλλοδοξῶ, -έω) ἀλλόδοξος
νεοελλ.
ανήκω σε άλλο θρησκευτικό δόγμα, είμαι αλλόδοξος
αρχ.
νομίζω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα, έχω σφαλερή αντίληψη για κάτι.