Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλλοδοξώ

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

(Α ἀλλοδοξῶ, -έω) ἀλλόδοξος
νεοελλ.
ανήκω σε άλλο θρησκευτικό δόγμα, είμαι αλλόδοξος
αρχ.
νομίζω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα, έχω σφαλερή αντίληψη για κάτι.