άνομος

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄνομος, -ον)
(για πρόσωπα)
1. αυτός που δεν τηρεί τους νόμους, άδικος, παράνομος
2. (για πράγματα) α) ασεβής, μιαρός, φαύλος
β) αυτός που γίνεται παράνομα, άδικος
αρχ.
1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα άνομα
παράνομες πράξεις, ανομίες
2. αυτός που δεν γίνεται σύμφωνα με τους νόμους της μουσικής, μη μελωδικός, μη αρμονικός.