ανομολογώ

Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἀνομολογῶ, -έω)
συμφωνώ, έρχομαι σε συμφωνία, παραδέχομαι
μσν.
(για τα βιβλία της Κ.Δ.) αναγνωρίζω ως κανονιστικό
αρχ.
(μεσ)
1. αποσπώ ομολογία από κάποιον
2. ανακεφαλαιώνω αυτά που έχουν λεχθεί
3. πληρώνω με επιταγή
4. (ο πρκ. με παθ. σημ.) ανωμολόγημαι
μου παρέχεται ομόφωνη συγκατάθεση, όλοι ομολογούν για μένα ότι
αρχ.
η μτχ. ανομολογούμενος, -η, -ον
1. ασύμφωνος ή αντιφατικός
2. αυτός που δεν γίνεται ομόφωνα παραδεκτός.