ἀμμόδρομος
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ὁ,
A sandy place for racing, AB208.
German (Pape)
[Seite 126] ὁ, Sand-Rennbahn, B. A. 208.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμόδρομος: ὁ, ἀμμώδης τόπος πρὸς ἱπποδρομίαν, Α. Β. 208.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ pista arenosa para carreras, AB 208.
Greek Monolingual
ἀμμόδρομος, ο (Α)
1. δρόμος επάνω σε αμμώδες έδαφος
2. στα Αρχαία ειδικότερα για δρόμο όπου διεξάγονταν ιπποδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + δρόμος.