ανταμείβω
From LSJ
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
Greek Monolingual
(Α ἀνταμείβομαι)
νεοελλ.
αμείβω κάποιον για υπηρεσίες που προσέφερε
αρχ.
1. ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο
2. ανταποδίδω τα ίσα
3. αποκρίνομαι, απαντώ.