Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
η (Α ἀμαύρωσις)
δυσφήμηση, κηλίδωση, σπίλωση της τιμής ή της υπόληψης κάποιου
αρχ.
1. επισκότιση
2. αμβλύτητα του νου, βαθμιαία εξασθένιση τών διανοητικών λειτουργιών (όπως εμφανίζεται στη γεροντική ηλικία) το ξεμώραμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρῶ βλ. αμαυρώνω].