ἀνεμία
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
ἡ, (ἄνεμος)
A = ἐμπνευμάτωσις, flatulence, Hp.Epid.2.5.5.
German (Pape)
[Seite 222] ἡ, Blähung, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμία: ἡ, (ἄνεμος) = ἐμπνευμάτωσις, φῦσα, «φούσκωμα», Ἱππ. 1040Ε.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ flatulencia Hp.Epid.2.5.5.
Greek Monolingual
ἀνεμία, η (Α) άνεμος
Ιατρ. εμπνευμάτωση, φούσκωμα.