αρύβαλλος
Greek Monolingual
ἀρύβαλλος, ο (Α)
1. σακούλα από δέρμα ή ύφασμα που ανοιγοκλείνει με κορδόνι
2. ποτήρι με στενό λαιμό
3. φιάλη με λάδι την οποία χρησιμοποιούσαν οι αθλητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον Στησίχορο και τον Αντιφάνη με σημασία «σάκος που κλείνει με κορδόνι», ενώ στον Αριστοφάνη και τον Αθηναίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει «φιαλίδιο με στενό λαιμό, είδος ποτιστηριού». Άγνωστης ετυμολ. Η ετυμολογία του αρύβαλλος < αρύειν + βάλλειν δεν είναι ικανοποιητική, γιατί προϋποθέτει ως αρχική τη σημασία του ποτιστηριού, πράγμα που αμφισβητείται, ενώ κατ' άλλους η λ. αποτελεί αιγαιακό ή βορειοβαλκανικό δάνειο].