ἄσιλλα

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσιλλα Medium diacritics: ἄσιλλα Low diacritics: άσιλλα Capitals: ΑΣΙΛΛΑ
Transliteration A: ásilla Transliteration B: asilla Transliteration C: asilla Beta Code: a)/silla

English (LSJ)

ἡ,

   A yoke, like that of a milk-man, to carry baskets, pails, etc., Simon.163; ἄ. ἐπωμίους ἀνελόμενοι Alciphr.1.1 (prob.).

German (Pape)

[Seite 370] ἡ, das über dem Nacken auf beiden Schultern ruhende Tragholz, die Trage, Simon. bei Arist. rhet. 1, 7 (223 bei Schneidew.); Alciphr. 1, 1. Vgl. ἀναφορεύς. Davon

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
madero para llevar dos cestos en equilibrio sobre los hombros, Simon.110D., Alciphr.1.1.4, PCair.inv. S.R.3805.18 (V/VI d.C.) en Proc.XVIII Congr.Pap.2, p.85, Hsch.s.u. φέρμια.

• Etimología: Etim. dud. Quizá rel. c. airl. feidil ‘yugo’ de *u̯odh-s-(i)l- o *u̯odh-t-il, aunque puede tratarse de un prést.

Greek Monolingual

ἄσιλλα, η (Α)
ξύλο που το στήριζαν στους ώμους για να μεταφέρουν σακιά, δοχεία κ.λπ. κρεμασμένα από τα δύο άκρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ., όχι όμως σημιτικής προελεύσεως, όπως υποστηρίχθηκε].