αρωματοπράτης
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
Greek Monolingual
ἀρωματοπράτης, ο (Μ)
ο αρωματοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρωμα (Ι) + -πράτης < (θ.) πρᾱ-, πιπράσκω, πέρνημι «πουλάω» (πρβλ. αργυροπράτης, μεταπράτης κ.ά.)].