ασφαλτώνω
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
(Α ἀσφαλτῶ, -όω)
ασφαλτοστρώνω, επικαλύπτω μια επιφάνεια με στρώμα ασφάλτου.