ατυχώ
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Greek Monolingual
(AM ἀτυχῶ, -έω) ατυχής
1. δεν έχω καλή τύχη, είμαι άτυχος
2. δυστυχώ
3. η μτχ. παθ. αορ. στο αποτυγχάνω
αρχ.
1. δεν κατορθώνω να αποκτήσω κάτι, αποτυγχάνω σε κάτι, ξαστοχώ
2. δεν κατορθώνω να πάρω τη συγκατάθεση ή την έγκριση κάποιου
3. (η μτχ. παθ. αορ. στο ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀτυχηθέντα
ατυχίες, κακοτυχίες, ατυχήματα.