αστόλιστος
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀστόλιστος, -ον)
ο δίχως στολισμό
νεοελλ.
αυτός που δεν τον έχουν στολίσει με βρισιές και κατηγορίες.