ἀργυρολόγος
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ον, (λέγω)
A levying money, ναῦς Ar.Eq.1071, Th.3.19, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρολόγος: -ον, (λέγω) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν κατάλληλος, ναῦς… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ramasse de l’argent, qui impose des contributions.
Étymologie: ἄργυρος, λέγω².
Spanish (DGE)
-ον
1 encargado de recaudar impuestos ναῦς Ar.Eq.1071, Th.3.19, 4.50, 75
•subst. (οἱ) ἀργυρολόγοι recaudadores de impuestos πεμπομένων ... παρὰ τοὺς φόρους ἀργυρολόγων Aristid.Or.26.45, cf. Hsch.
•como cargo público más gener. administrador, Samo.2.(1).5.14 (II a.C.).
2 ávido de dinero δι' ἃς (γυναῖκας) μάλιστα ἔκφρονες γεγόνασιν οἱ ἀργυρολόγοι τῶν ἡγουμένων Pall.V.Chrys.16 p.98, cf. Hsch.s.u. ἀργύρου κόπις.
Greek Monolingual
ο (Α ἀργυρολόγος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που μαζεύει χρήματα με τρόπο αναξιοπρεπή
αρχ.
αυτός που συγκεντρώνει φόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -λόγος < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω»].