άσπλαχνος

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

(AM ἄσπλαγχνος)
αυτός που δεν έχει μέσα του σπλάχνα, που δεν έχει καρδιά, ο άκαρδος, ο ανηλεής, ο απάνθρωπος
αρχ.
1. ο δειλός
2. αυτός που δεν τρώει σπλάχνα ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνον
το νεοελλ. άσπλαχνος < άσπλαγχνος με απλοποίηση του δυσπρόφερτου συμφωνικού συμπλέγματος -γχν-].