ἀσφυξία

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσφυξία Medium diacritics: ἀσφυξία Low diacritics: ασφυξία Capitals: ΑΣΦΥΞΙΑ
Transliteration A: asphyxía Transliteration B: asphyxia Transliteration C: asfyksia Beta Code: a)sfuci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A stopping of the pulse, Aret.SA2.11; pulsus amputatio, opp. ἀσφυγμία, Cael.Aur.TP4.3.

German (Pape)

[Seite 382] ἡ, das Aufhören des Pulsschlages, Schlagfluß, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφυξία: ἡ, ἡ στάσις τοῦ σφυγμοῦ, Ἀρετ. π. Αιτ. Ὀξ. Παθ. 2.11.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
interrupción, detención momentánea del pulso Aret.SA 2.11.6, Gal.7.63, 137, 703, 8.811, Cael.Aur.TP 4.3.40.

Greek Monolingual

η (Α ἀσφυξία) άσφυκτος
δυσχέρειαδιακοπή της αναπνευστικής λειτουργίας, που προέρχεται από έλλειψη οξυγόνου και περίσσεια διοξειδίου του άνθρακα.