σχάσις
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ,
A slitting of a tree, [τὸ κόμμι] ῥέει καὶ πληγείσης καὶ αὐτόματον ἄνευ σχάσεως (cj. for σχίσεως) Thphr.HP4.2.8. 2 venesection, Aret.CA1.10 (pl.), 2.3. 3 release, letting off, of an engine, Ph.Bel.77.1.