ἀρχεσίμολπος

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχεσίμολπος Medium diacritics: ἀρχεσίμολπος Low diacritics: αρχεσίμολπος Capitals: ΑΡΧΕΣΙΜΟΛΠΟΣ
Transliteration A: archesímolpos Transliteration B: archesimolpos Transliteration C: archesimolpos Beta Code: a)rxesi/molpos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A beginning the strain, Μοῦσα Stesich.77.

German (Pape)

[Seite 365] μοῦσα, gefangbeginnend, Stesichor. bei Ath. IV, 180 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχεσίμολπος: -ον, ἐπὶ Μούσης, ἡ ἀρχομένη τῆς μολπῆς, «καλεῖ Στησίχορος μὲν τὴν Μοῦσαν ἀρχεσίμολπον, Πίνδαρος δ’ ἀγησίχορα τὰ προοίμια» Ἀθήν. 180Ε (Στησίχ. 75).

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
que da comienzo al canto Μοῦσα Stesich.73.

Greek Monolingual

ἀρχεσίμολπος, -ον (Α)
(για μούσα) αυτή που αρχίζει το τραγούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχεσι- (< αρχε-, κατά το πρότυπο των συνθέτων του τύπου ακεσί-μβροτος, αλγεσί-θυμος, αλφεσί-βοιος κ.ά.) + -μολπος < μέλπω «ψάλλω, τραγουδώ»].