ατημελής
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
ἀτημελής, -ές (Α) τημελώ
1. παραμελημένος, απεριποίητος
2. αμελής, απρόσεκτος.