ανοιχτόχρωμος

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει ανοιχτά, απαλά χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανοιχτός + -χρωμος < χρώμα. Η λ. ανοικτόχρωμος μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία].