ανανδρία

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνανδρία και -εία)
1. έλλειψη ανδρείας, γενναιότητας, δειλία
2. έλλειψη ανδρισμού, θάρρους
νεοελλ.
άνανδρη, δειλή συμπεριφορά
αρχ.
1. (κυρίως για ευνούχους) έλλειψη ανδρότητας, φυσική αδυναμία ως προς τα γενετήσια, ανικανότητα
2. (για γυναίκες) έλλειψη ανδρός, συζύγου, αγαμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀνανδρία < ἄνανδρος, ενώ ο τ. ἀνανδρεία < ἀν- στερ. + ἀνδρεία < ἀνδρεῖος.